- διέσιον
- διέσιον, το (Μ) [δίεσις]διαζύγιο ή επιστολή που επικυρώνει τον χωρισμό συζύγων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαίσιον — ή διέσιον, το (AM) διάλυση γάμου ή αρραβώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διέσιον < δίεσις < δίημι* (πρβλ. και λατ. repudium)] … Dictionary of Greek